|
прям., перен. безоблачный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безоблачный? — ανέφελος как с (ново)греческого переводится слово ανέφελος? — безоблачный — χρυσίτιδα — μπεγέντισμα — μπερντές — νιώθω — σημαινόμενο — μαντατευτής — αντιουδαϊσμός — αρωμάτιση — σιωπώ — θερμοκήπιο — κοτζαμπάσης — πολεμοκάπηλος — γκρεμοτσακισμένος — κουλουράκι — τακούνι — καμίνια — άθλος — περιγελαστικός — μπανιστής — ιγνύς — λαρυγγόφωνα |
|||