|
корнеплодный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово корнеплодный? — ριζόκαρπος как с (ново)греческого переводится слово ριζόκαρπος? — корнеплодный — απομαυρίζω — αγριωμάρα — γελαστικά — παραξαπλώνω — περιληπτικά — προκάτ — μηλόχορτο — περίγλυφος — μεταβολή — φρεσκαλειμμένος — πρεπόντως — μέθεξη — μαρμαρογλυφείο — συναυλία — διαπραγμάτευση — επιβιβάζω — απώτερος — μπεκρουλιάζω — ερημώνω — πυξός — αποδημητής |
|||