μαντεύομαι

формы словаβ
μαντεύομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово μαντεύομαι? —


ασημοκουδουνάτοςιεροκριτικόςσφύξηαμπελοειδήμοσκοκερητιάκαράβιγενναίοςχούνταπροσκεφάλιφακορυζόσουπακάβωταντέλλαγκουβερνάντασυγκάτοικοςασχόλαστοςαναγορεύσιμοςπαρακάλιοαλατοφόροςπίγκ-πόγκκωμωδιοποιόςσιώπηση




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit