|
(αόρ. εγκαθείρξα) заключать, заточать (в тюрьму и т. п.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово заключать? — εγκαθειργνύω как на (ново)греческом будет слово заточать? — εγκαθειργνύω как с (ново)греческого переводится слово εγκαθειργνύω? — заключать, заточать — κατοχικός — ολιγούτσικος — θηλάζω — πλακίδιο — λιγωμένος — φλάσκας — χλωμός — ενιαία — κουράρισμα — λαπαδιάζω — μυδραλλιοβόλον — αστραποόβλητος — οινοπνευματοποιία — ουραίο — οικουμενικότητα — υποπρόξενος — ηλεκτροκαρδιογράφημα — νοικοκυρόπουλο — ανάφαλο — αχάμνια — τιμάριο |
|||