|
водворяться, обосновываться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово водворяться? — ενθρονιάζομαι как на (ново)греческом будет слово обосновываться? — ενθρονιάζομαι как с (ново)греческого переводится слово ενθρονιάζομαι? — водворяться, обосновываться — παρέρχομαι — ακατανέμητος — παρακολούθημα — υποβορειοανατολικός — λαδόκονο — ανεμομιλιά — ονόκομβος — αρμεξιά — έγχρωμος — ληστεύω — καρκινοειδής — υπερβολή — λεχούσα — προσάρτημα — περι- — γηραντικός — κλάπα — γραμμογραφία — προσκολλώ — προφαντός — υποκείμενο |
|||