Новогреческий словарь
υπόσκληρος
υπόσκληρ|ος
твердоватый
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
твердоватый
? —
υπόσκληρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
υπόσκληρος
? — твердоватый
#
(ново)греческий словарь
—
πρόσθετος
—
αθερινιό
—
στραβοτιμονιά
—
εκτεθειμένος
—
επικυρωτικός
—
ξεμουρλαίνω
—
τσιγαρισμένος
—
κωλικός
—
απροθυμοποίητος
—
ποτές
—
ποταμόφιλος
—
ασυνέχιστος
—
γλυκοχαιρέτημα
—
σκηνοθετικός
—
υλοζωιστής
—
ακαλήφη
—
ενδοσκοπικός
—
φιλεοσπλαγχνία
—
καλλικάντζαρίνα
—
αφροντιστώ
—
μαλακοπίτουρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,