|
твердоватый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово твердоватый? — υπόσκληρος как с (ново)греческого переводится слово υπόσκληρος? — твердоватый — βρακάτος — φαζάνι — επαληθεύω — αραλίκι — μπεκιαρλίκι — χαμαιζηλία — γαλακτοτρέφω — σκιστός — χαλίφης — πλεύριση — μεταμορφωτής — ξυλοκοπανίζω — αρρενομανής — χωμάς — σκάπτω — βρογχικά — σκληροπυρηνικά — χαριεντισμός — σημύδα — σχάζω — βαλσαμωτής |
|||