|
η дочь попа, поповна #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дочь попа? — παπαδοπούλα как на (ново)греческом будет слово поповна? — παπαδοπούλα как с (ново)греческого переводится слово παπαδοπούλα? — дочь попа, поповна — Φωτεινούλα — οροδοσία — κρασοστάφυλο — πρωτοτοκεία — σκατολογία — σπασμωδικός — ασκομαχώ — οπισθοδρομικότητα — αποχεριού — γονεϊκός — Κορεάτισσα — αφήλιο — Μαυρογιώργος — εισέτι — δημοκρατικά — δύναμαι — ψαροντουφεκάς — εμπόρισσα — χανγκάρ — κρεατόσουπα — μοδιστρούλα |
|||