|
το муз. корнет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово корнет? — κορνέττο как с (ново)греческого переводится слово κορνέττο? — корнет — κωλοπαιδαρέλι — σπειραματοειδής — κόλλυβα — ώθηση — προπληρωτέος — δεξιόχειρας — αποφασίζω — αποκυλιούμαι — παρασχηματισμός — αστεροφεγγής — κεραυνοβόλος — αγάζωτος — αναμορφωτής — άπλαινα — αποδέσμευση — αμεταποίητος — αποπυρηνικοποιώ — λιατήρι — ξεκοκκαλιάζω — κακοθελήτρια — μετεπιβίβαση |
|||