κορνέττο

формы словаβ
κορνέττο
το муз. корнет



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово корнет? — κορνέττο
как с (ново)греческого переводится слово κορνέττο? — корнет


κωλοπαιδαρέλισπειραματοειδήςκόλλυβαώθησηπροπληρωτέοςδεξιόχειραςαποφασίζωαποκυλιούμαιπαρασχηματισμόςαστεροφεγγήςκεραυνοβόλοςαγάζωτοςαναμορφωτήςάπλαινααποδέσμευσηαμεταποίητοςαποπυρηνικοποιώλιατήριξεκοκκαλιάζωκακοθελήτριαμετεπιβίβαση




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit