|
II τό спорт. удар (по футбольному мячу) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удар? — σούτ как с (ново)греческого переводится слово σούτ? — удар — πηγαδήσιος — πλαγίαυλος — διάλογος — μασούρι — σωληνοειδές — μηνιαίος — λάδι — αλώνι — λυχνίσκος — ξεκάθαρα — αντιφεμινισμός — βαμβακοπυρίτις — ασπροντύνομαι — οικία — φυγομαχία — κρικέλλι — βαρούμενη — αντρογυναίκα — επιόν — στριφώνω — ισομέρεια |
|||