|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οντολόγος? — — μαστραπάς — ξεθηλυκωμένος — εύγλωττος — πολλαπλάσιο — ειδημοσύνη — ρεζισσέρ — νικοτινικός — αμαξογώγιον — συχωρώ — τετελεσμένος — καλάω — ταυτισμός — χονδρογένεση — σαλιάζω — γαιανθρακωρυχείο — τέκνο — αισχρούργημα — επιμελητεία — ψυλλιάζομαι — γεμιτζής — αναριθμητισμός |
|||