|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κρητικός? — — φυτοπλαγκτόν — εξευγένιση — καραμπινάτος — βραδυγλωσσία — βουτυρένιος — μαλλωτός — μαυρόκοττα — μεταβλητή — εκμαγείον — αφιλόπονος — αεριόμετρο — σκίτσο — τζάκι — καταπέφτω — αρρόγιαστος — αμαστόρευτος — ζήτης — ψευτρού — εγκαρσιώνω — ελληνοπρέπεια — ανεμίτης |
|||