|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово λατρεμένος? — — καπνοδόχος — έπνευσα — μοστράρω — υδρωπίκιασμα — περίζωμα — καρδιοσωσμός — συγκοινωνιακός — υπωρόφιος — σαλιγγάρι — αποκαμωμός — φρύγετρο — έοικα — θράσεμα — μισακάρισσα — κωδίκελλος — ηθικολογία — πιστώνω — χειλεοπλαστική — πατάτας — πρωϊνή — πόρρωθεν |
|||