|
η мор. смена; ~ βάρδια — смена вахты, караула #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смена? — σκάντζα как с (ново)греческого переводится слово σκάντζα? — смена — μάργωμα — οργανοταξία — άζωος — υπολειπόμενος — εξαμερικανισμός — διαπεπιστευμένος — νωχελικά — μεταλλουργός — συνασπίζω — κουφάλα — ρετσινάτο — χυδαιολογώ — τσίρλισμα — ασπαλιεύς — φανατικά — καράβι — βοηθός — έναρξη — φυλλοφάγος — απορρίπτω — βαμβακοπαραγωγός |
|||