|
η ларингология #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ларингология? — λαρυγγολογία как с (ново)греческого переводится слово λαρυγγολογία? — ларингология — γροικιέμαι — ασυγύριστος — εφημέριος — θλιβερός — ανόδιον — λασπώδης — ανασφάλιστος — απιδιά — καρμίρης — κλουβιάζομαι — ορνιθοκόμος — άκοπος — γαϊδουροφόρτωμα — ανασκολόπισμα — αγγουροντομάτα — συνεορτάζω — διομολόγηση — ανθρακεργάτης — μεταμορφωσιγενής — βραγχιοφόρος — κακόφημος |
|||