|
щавелевый; ~ό οξύ — щавелевая кислота #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово щавелевый? — οξαλικός как с (ново)греческого переводится слово οξαλικός? — щавелевый — γεγονός — γαργαλίζω — αδικοβάνω — έγνοια — πριτσινάρισμα — μισοπάλαβος — μπερμπαντιά — θηριοδαμάστρια — κομψός — αλλοθιγενής — φοβερός — μαυράδι — διωκτικός — αποβλέπω — συνέδριο — αποκαίγω — φύτρο — ευγενικότητα — αποδημητήρια — ενδεικτικό — εναρμονίζω |
|||