Новогреческий словарь
εκπλέκω
εκπλέκω
распускать
(вязание)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
распускать
? —
εκπλέκω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκπλέκω
? — распускать
#
(ново)греческий словарь
—
ρεζίλι
—
χυδαϊστί
—
μονοκάμαρα
—
φυλλοβολή
—
παρεννοώ
—
κοινοβουλευηκός
—
ελάτινος
—
απερίφραστος
—
κοντήτερος
—
κουτί
—
πυρπολώ
—
ψωριασικός
—
πάσσαλος
—
αμέταλλος
—
λωρίδα
—
ελμινθοειδής
—
ξεβράκωτος
—
οξυμετρία
—
ζιγκολέτα
—
προγονολάτρης
—
μακρυμάνικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве