|
распускать (вязание) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово распускать? — εκπλέκω как с (ново)греческого переводится слово εκπλέκω? — распускать — τρίοδος — διεύθυνση — πρακτικογράφος — λόξευση — γλωσσογνώστης — μεσπιλέα — προσεπικαλώ — εντέμνω — ανασαίνω — κατακόκκινος — χαλκευτής — κοντοκρατώ — αμμώνιο — τυχάρπαστος — ταπεινωτικά — επικουρώ — εμπεποτισμένος — πιθηκάνθρωπος — αυτοδιδαχή — εξυγιάζομαι — παραγωγικότητα |
|||