|
фольк. рождённый русалкой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово рождённый русалкой? — νεραϊδογεννημένος как с (ново)греческого переводится слово νεραϊδογεννημένος? — рождённый русалкой — κατηχητής — τυμπανιαίος — ίο — οσιότητα — χρυσοπλούμιστος — ψάρεμα — γεροντολογία — αποκοιμιστικώς — διασάκτης — αμή — τιμονάκι — φτωχικό — θερμοφωταύγεια — ψιττακισμός — ξεδοντιασμένος — συγκλίνω — χειροθεσία — σηκώνομαι — δισκοθήκη — αρχικώς — προεδρία |
|||