|
αόρ. от εξάπτω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξήψα? — — εξισώνω — νικητής — γλετζές — φαρμπαλάς — οικίζω — αδιερεύνητος — φαρμακίλα — κώλος — άνθιση — παπουτσωμένος — μακροζωία — ψιμύθιο — φαφλατού — προσδεκτός — θερμομονωτικός — εύνους — δοντόπονος — αποδοχέας — πολιτοφύλακας — ξεμαρκάριστος — φάραγξ |
|||