Новогреческий словарь
εξήψα
εξήψα
αόρ. от εξάπτω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εξήψα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κρασόξιδο
—
σεισμολογικός
—
ύψιστος
—
δεκατετραετία
—
αλμπάνης
—
τροτέζα
—
σφάκτης
—
πεζοναυτικό
—
εκατοστή
—
αξανά
—
αμποδίζω
—
κορίτσαρος
—
προασπιστής
—
τρύπα
—
υδρόκυστη
—
εξοπλίζω
—
θεσμοθέτης
—
γιορμάς
—
χνόαση
—
λεμφαδένας
—
αρνί
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,