|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σαμαράκι? — — κουσκουσούρης — μορφινίζω — υδατάνθραξ — φιαλοθήκη — μάγισσα — εισερχόμενα — βενετσιάνικα — ξερρίζωμα — φθορά — θεραπεύσιμος — πρόσω — πνευστός — μουκαλιτλίκι — φεγγαριάζομαι — ισοζυγιάζω — καταδρομεύς — φρουτιέρα — τρανταχτός — κατάδειξη — αρμολογία — σκληρόκαρδος |
|||