διαπλέκομαι

формы словаβ
διαπλέκομαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово διαπλέκομαι? —


εμπρόςχερσαίοςανομοίωσηξεκοκκαλίζωκαλοκάθομαικλάμαβασταχτόςγερουσίαγκαλντερίμιουζομεζεδοπωλείοσκαλίαλάτιμαλαχτικόβαφήλέσιφινιστρίνιπείσμωναπόκοσμοςελμινθολογίαραδιοφάροςσυναισθηματικότητα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit