|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διαπλέκομαι? — — εμπρός — χερσαίος — ανομοίωση — ξεκοκκαλίζω — καλοκάθομαι — κλάμα — βασταχτός — γερουσία — γκαλντερίμι — ουζομεζεδοπωλείο — σκαλί — αλάτι — μαλαχτικό — βαφή — λέσι — φινιστρίνι — πείσμων — απόκοσμος — ελμινθολογία — ραδιοφάρος — συναισθηματικότητα |
|||