|
(-ιδος) η должиица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово должиица? — οφειλέτις как с (ново)греческого переводится слово οφειλέτις? — должиица — πυροβολητής — σκοτεινότητα — λάφυρο — χαρτοπαίγνιο — κομίζω — ηγμένος — διατίθεμαι — αρκτοτρόφος — ανωφέλητος — κερκίδα — ηλιομετρία — διαβατό — δημοδιδασκαλείο — ναυτίλος — δέοντα — ψυχόρμητο — ξειδάτος — ειδησεολογικός — γιαβρί — σαπιοκωλάκιας — διεκρέω |
|||