|
(-ήρος) ο : ~ βούς — рабочий вол; ~ ίππος — рабочая лошадь #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αροτήρ? — — αδιαίρετος — αντέφεση — κοιτάμενος — σκλάβος — Ωκεανίδες — τρωτό — επιζυγίδα — φιλαναγνώστρια — λιμοκτονία — στέγαση — μπασμάς — πασίχαρος — επαινετέος — αηδιαστικός — δωδεκάρι — δικαιοφανής — εκκάθαρση — καστανέα — κοντόπνοος — πορνικός — ελευθκριάζω |
|||