Новогреческий словарь
ξένο
ξένο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ξένο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ελαχιστότης
—
αγιασμένος
—
καννίβαλος
—
ταπεινωτικώς
—
αυλαρχείο
—
κατσαμακλού
—
περιοχή
—
αφθονία
—
προϋπάρχω
—
ρητόν
—
μιξόδια
—
αστάλακτος
—
ιουλιανά
—
ετότες
—
χανούμισσα
—
μεταπούληση
—
πελλάγρα
—
ηλιοβασίλεμα
—
ονηλάτης
—
καταγίνομαι
—
ακρεβάτωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,