|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ξένο? — — γριπαρόλι — καψώνω — ακριβομάννα — πονημάτιον — αψηφος — παγώνω — επταμηνίτικος — ηλέκτριση — αμφοτερόχωλος — μοσχογαλή — φρεναπάτη — υδρωπικία — καθρεφτίζομαι — κακοήθεια — διπλαριά — κακοανατεθραμμένος — έθιμο — ζωοκτόνος — κάλλιος — οκταήμερο — αναβάσιμος |
|||