|
1) изолированный; 2) блокированный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изолированный? — απόκλειστος как на (ново)греческом будет слово блокированный? — απόκλειστος как с (ново)греческого переводится слово απόκλειστος? — изолированный, блокированный — ύδατα — κανέλλα — ρήμα — οκτακισχίλιοι — απροσωποληψία — γουργουρίζω — διάσχιση — αρύθμιστος — σταθμοδείκτης — ασυνεχής — δίσφαιρο — αξιοθέατα — επαναστάτρια — τύφος — σέλλα — μετατροπή — σανιδόφρακτος — μιαούρισμα — ακαμάτεμα — εκπολιορκώ — έδρανον |
|||