|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово περιοδικώς? — — τσιμπώ — εξακοσιετηρίδα — γαγγραίνωμα — παραστατικός — φθογγογραφικός — ΗΠΑ — αερόμορφος — ασυμπίεστος — τσαχπινογαργαλιάρα — ουρανοθέμελα — ασυμπεθέριαστος — αναθλίβω — γλυκολαλιά — γάβανος — σπερματοδότης — πυγμάχος — υπέρμαχος — ψηφιοποιούμαι — μηναίο — στηθοσκοπώ — φαινόμενο |
|||