Новогреческий словарь
περιοδικώς
περιοδικώς
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
περιοδικώς
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ανυπέρθετος
—
σοβάντισμα
—
δενδροβάτης
—
βιολετί
—
αντιρρόπησις
—
πρόσχαρης
—
ολοφάνερος
—
συντήρηση
—
αναρρόφημα
—
κιμαδιάζω
—
αλησμόνητος
—
ετσιθελισμός
—
ευλαβητικός
—
πνευμονοβακτήριο
—
αχυλιά
—
απρόσιτος
—
τσαλαπάτημα
—
εναργέστερα
—
εξασθενίζω
—
αλωπεκία
—
παραχαράζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве