|
имеющий два лезвия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий два лезвия? — δίξιφος как с (ново)греческого переводится слово δίξιφος? — имеющий два лезвия — χλέμπα — σαχλαμαρίζω — βουρκώνω — απαλήθεια — ολιγόζωος — χοχλάκιασμα — πλεονέκτημα — θαλασσοποίησις — συμπονάω — αδαήμων — θνησιγέννητος — συντρώγω — εξατομικός — ορύσσω — σπεράντζα — καπνοσωλήνας — νεφρεκτομία — μιαρός — ματόχαντρο — δαμετζάνα — δυαρχία |
|||