|
падать ничком #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово падать ничком? — απιστομιούμαι как с (ново)греческого переводится слово απιστομιούμαι? — падать ничком — ανωρίμαστος — ξεραίνω — αβομβάρδιστος — ξεψείριασμα — μπέκ — καπατσοσύνη — γκριζούλης — ακουστικά — κουτσουλώ — συνάνθρωπος — κληματίδα — ιώτα — εκηβόλος — ογδοντάρα — τριάρα — παραποιούμαι — αυθύπαρκτος — οινοποιός — ρεκλάμα — νεο- — Πολωνέζα |
|||