|
το гранат (плод); === τά κάνω ρόϊδο — а) терпеть неудачу; б) провалить, испортить дело #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гранат? — ρόϊδο как с (ново)греческого переводится слово ρόϊδο? — гранат — αλκή — δουλοκτησία — παιδαγωγία — αναπόδραστον — παγωνιέρα — αρχαιότητα — υπέδαφος — ψί — ενδοκρανιακός — αστείρευτος — κλοτσηδόν — βραβείο — μελλούμενος — μαγγανικός — πολυφάγος — στούρνος — χόριο — πνευμονοπάθεια — εκμυζητικός — λεπτοκαρυέλαιον — αψιμυθίωτος |
|||