|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αδελφάτο? — — κακοσαρκώνω — αντιπράττω — στανταρτισμός — κοπιάζω — ασκητισμός — πιεζοηλεκτρισμός — περικλείω — πολυζηλεμένος — γλοιφός — στήθος — εύπεπτος — υγειονομικό — κωλικός — εποχον — απόθερα — Αμαζών — ενεπρήσθην — βαγιόκλαρο — ακτινιδίνη — εποικοδομή — περίγελος |
|||