|
не породнившийся (по браку) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не породнившийся? — ασυμπεθέριαστος как с (ново)греческого переводится слово ασυμπεθέριαστος? — не породнившийся — ανάφραντος — δογκιχωτικός — πουκαμισού — γογγολογώ — πρωταρχίζω — μπάλλα — υπομονή — μεσόφραγμα — μπανιάρομαι — αριφνημός — αραβιστί — προοπτικός — αυλητής — παλάβρας — διμεταλλισμός — ασταμάτητος — ποικιλοχρωμία — πελιδνός — κεραυνοβόλα — επιβραβευτικός — ολισθητήρας |
|||