|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αψινθέλαιο? — — μαγαρίτης — θηρεύσιμος — αυτοδίδαχτος — είναι — αγάνωτος — παγοκόφτης — αγαπιέμαι — χρεωκοπώ — φιόρδ — ιατροφιλόσοφος — σχολίατρος — Χιονάτη — φωνούλα — απριλιάτικος — ενέχω — γυναικωτός — νεραϊδογέννητος — ξυρόν — κοίλο — ανευφήμητος — ευχετικός |
|||