|
το иссякание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово иссякание? — στέρεμα как с (ново)греческого переводится слово στέρεμα? — иссякание — Καναδέζα — θειαφίζω — καταμόναχος — Μαντιλάς — κουραδούλα — φιλοδασικός — ασπρολούλουδο — πεταλουδίτσα — υδρόνεφρον — εγχυτήρας — βενζινοπώλης — γυρώτρια — δεινοποιώ — εστυρακωμένος — ραφιγράφος — κακοχώνευτος — χαράκωση — ευθύς — συμμετοχικά — λαστιχάκι — εντολέας |
|||