|
(αόρ. απεσύναψα) разъединять, разделять, #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово разъединять? — αποσυνάπτω как на (ново)греческом будет слово разделять? — αποσυνάπτω как с (ново)греческого переводится слово αποσυνάπτω? — разъединять, разделять — ασυναίρετος — ίσχνανση — χρωματίνη — κτήριο — άροτρον — χαζολόγημα — ανάδεση — χρηματιστήριο — κουβαριάζομαι — παραβάν — ολοκαινούργιος — αντισταθμιστικός — σκεφτικός — ισλάμ — χρονοσκόπιον — δουλευταρού — ασήμωμα — ευμέθοδος — τσαγκαρόσουβλο — λεύκωμα — εγκεφαλικά |
|||