|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово μονόχρονος? — — ανεπιγνώστως — λαθρέμπορας — επίλεπτος — χλωρίδα — αποζημιωτέος — πρασινοκίτρινος — επιρρέπεια — χαλάρωμα — τηλεφωνητής — Άρης — ανισος — άρκτος — ανθότυρος — βουλητικό — μονολιθικότητο — σχετικοκρατία — τίγκα — πτωχολογιά — διαγινώσκω — καφετέρια — έιπα |
|||