|
отделывать шёлковой тесьмой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отделывать шёлковой тесьмой? — γαϊτανώνω как с (ново)греческого переводится слово γαϊτανώνω? — отделывать шёлковой тесьмой — αναμηρυκώμαι — μουσικοδιδάσκαλος — σμυρίγλι — νεωκόρος — εκπατρισμός — Ινδιάνος — αλανάριστος — σκουντουφλιάζω — επτακοσιόδραχμος — λιγουρεύομαι — χαλκοκορώνη — ζαρζαβατσής — μεταξοσκούληκας — κεράτιο — χιλιοστογραμμάριο — οψάριον — επιπεφυκίτις — λοταριτζής — ιπποσύνη — αναφυλλητό — ωτοσκόπιο |
|||