|
человек(__,__) накурившийся гашиша #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово человек, накурившийся гашиша? — μαστουρεμένος как с (ново)греческого переводится слово μαστουρεμένος? — человек, накурившийся гашиша — αναδιοργανωμένος — καρυδόφυλλο — συρρικνώνομαι — βρυκολάκιασμα — μεγαλοφροσύνη — αποδασούμαι — ποκάρι — συμπυκνωμένος — γνάθος — αυξημένος — καταρράκτης — ζορεύω — αδόντιαστος — εκδέρω — ερμητισμός — τένοντας — παρλάρω — αμυγδαλάτο — κακκάρισμα — απαντέχω — ευκολία |
|||