Новогреческий словарь
αντεπισκέπτομαι
αντεπισκέπτομαι
(αόρ. αντεπισκέφθηκα)
наносить ответный визит
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
наносить ответный визит
? —
αντεπισκέπτομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αντεπισκέπτομαι
? — наносить ответный визит
#
(ново)греческий словарь
—
ρηχός
—
ευδιάζω
—
τροχοπεδιλοδρομία
—
συντοπίτισσα
—
λεμφοκυτταρικός
—
αστροναυτικός
—
υπόπρυμνος
—
αξιόμαχος
—
συνήθως
—
ξεπίτηδες
—
υποξείδιο
—
διέδυν
—
εθνικότητα
—
ψελλισμός
—
έναστρος
—
πατατόσουπα
—
πείρος
—
φλώρι
—
γαλήνια
—
θερμοκέφαλος
—
μαγεύτρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве