|
(αόρ. αντεπισκέφθηκα) наносить ответный визит #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наносить ответный визит? — αντεπισκέπτομαι как с (ново)греческого переводится слово αντεπισκέπτομαι? — наносить ответный визит — σφακιά — μπανίζω — ανεπιτηρησία — εθνοκρατισμός — αλωνιάτικα — επιστάτισσα — ακελάϊδητος — ξεροτηγανίζομαι — τρισεύγενης — εκπτύω — εκδημώ — βυκάνη — χιούτη — ανεμοστρόβιλας — κρυόπλασμα — μηλίτσα — ρυμουλκός — κυνάγχη — επιπροσθέτω — χνούδι — γλωσσάριο |
|||