|
необработанный, сырой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово необработанный? — ανεπεξέργαστος как на (ново)греческом будет слово сырой? — ανεπεξέργαστος как с (ново)греческого переводится слово ανεπεξέργαστος? — необработанный, сырой — περιστρέφω — ασχιστός — αναρροφητής — βιβλιοχαρτοπώλισσα — κρεββατώνω — τόπος — επίκλητος — γριπαρόλι — κοντόχοντρος — ραβαΐσι — δόμηση — νομαρχία — αριστεύς — μικροβιοθεραπευτική — τουλούμι — βιοπορισμός — βρύση — γλυκαναβρύζω — ωμιαίος — επαινοθηρία — περιεργάζομαι |
|||