|
шерстить, кусаться (о шерстяных вещах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шерстить? — μαλλινίζω как на (ново)греческом будет слово кусаться? — μαλλινίζω как с (ново)греческого переводится слово μαλλινίζω? — шерстить, кусаться — μπάφα — μηχανουργείο — χρωματοποιός — εξαγκυρίζω — ανευχαριστιά — χαλκευτικός — μονοκάμαρα — εντροπιάρης — αεριοφυλάκιο — αναδιόρθωση — αστισμός — νήστις — μπουνταλού — φαλλίτιδα — απαρόπλιστο — αναρπαγή — προσαρμοστικός — ντεμιρτζής — ανασυγκρότηση — αναδιαπαιδαγωγώ — χοντρο- |
|||