|
η коса (волос) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коса? — κοτσίδα как с (ново)греческого переводится слово κοτσίδα? — коса — πυώδης — ιεροδιδάσκαλος — ερασιτεχνικά — αινέσιμος — σύγκρατος — ημιδιατροφή — ενασχολώ — γυρεύγω — χρυσολάτρης — ενόργανος — αχάρακτος — Λαμπρή — μεγαλειότητα — βαριά-βαριά — εντεροκολίτις — αλλόκοτος — γροικώ — ανότιστος — αλμευση — εκκαθίζω — ξαπλώνομαι |
|||