|
η мать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мать? — μάνα как с (ново)греческого переводится слово μάνα? — мать — πρόσοψη — αυταπόδεικτος — πυρωμένος — κατάλευκος — διασχιδής — περίβλεπτος — μανέλλα — μεθάνιο — σουρομαδιέμαι — υπαρχηγός — βραδυπορώ — αποτρέπω — φεγγαριασμένος — διονυσιαστής — ασημοκεντώ — ελαφρόποδός — ερωτολογώ — απόσχισμα — απανωσάμαρα — εκνίτρωση — πυργίσκος |
|||