|
охотничий, зверобойный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово охотничий? — θηρευτικός как на (ново)греческом будет слово зверобойный? — θηρευτικός как с (ново)греческого переводится слово θηρευτικός? — охотничий, зверобойный — αγναντιάζω — εξαρθρώνομαι — απίεστος — εγγράφω — αλεξήλιον — διπλοκάμπανο — γραμμοφωνώ — υπεισέλευση — οδοντοειδής — αγριοστάφυλο — μαλακαίνω — μάδημα — μούρδας — καταπατώ — πληθύνω — παράλια — νοεμβριάτικος — μπουρζουάζικος — γλυκομιλιά — μυοκάρδιο — διχτάτος |
|||