|
быть самоуправляемым #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово быть самоуправляемым? — αυτοκυβερνώμαι как с (ново)греческого переводится слово αυτοκυβερνώμαι? — быть самоуправляемым — υαλοτέχνης — ξυπολάω — αχυροτόμος — σταχτοκουλλούρα — Αμερικανός — ικέτις — απυρπόλητος — δυναμοηλεκτρικός — αλεώριον — μουσειολογία — γαστρικός — δίκαννος — διαγέρνω — ρυτιδωμένος — αλάθεφτος — ευτροφικός — εριώδης — αθλητής — σκοντάφτω — εκφόρτωση — ομόφυλος |
|||