Новогреческий словарь
δουλεμπορικός
δουλεμπορικός
относящийся к работорговле
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
относящийся к работорговле
? —
δουλεμπορικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
δουλεμπορικός
? — относящийся к работорговле
#
(ново)греческий словарь
—
μέλπω
—
αεροκινητήρας
—
καθοδοφωταύγεια
—
υδροξείδιο
—
φραχτός
—
παθογένεια
—
κακογερόζω
—
παραμέληση
—
ενδιαφέρομαι
—
εικοτολογώ
—
ανακαλητό
—
βρεττανικός
—
ορφανίζω
—
μεζεκλής
—
χαϊδευμένος
—
διωστήρας
—
ματοκυλισμένος
—
πλαισιωτός
—
επιφοίτηση
—
ακομπανιάρω
—
λαπάρα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве