|
штукатурить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штукатурить? — σοβατίζω как с (ново)греческого переводится слово σοβατίζω? — штукатурить — διπλωμάτισσα — μαντζαφλάρι — αξέβγαλτος — χαμηλόπλωρος — ανυπέρβλητος — λατέρνα — βωμολοχώ — εικοσαριά — βουτυρώνω — μακροχρονίζω — ραιβός — φούσκωμα — ροδωνιά — μεντεσές — σχολάρχης — εισρέω — παρομοίωση — σύννους — δυσθεάτος — κούνια — κασταννά |
|||