|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανοσολογία? — — ημιτελικός — κυβικός — δυσκίνητα — ψυχρήλατος — χνουδίζω — αγρολήπτης — ακαθαρσία — άγγελμα — ξεπέταγμα — αγγελιοδοσία — διαλεκτική — αλεύρι — μέτρηση — αντιπρόποσις — βαθόμετρο — ανεμοπύρωμα — ανήσκιωτος — αργασμα — δραματολογία — αρκουδιστά — τονίζω |
|||