Новогреческий словарь
βελάζω
βελάζω
блеять
;
===
αρνί πού δέ ~ει, γάλα δέν τρώει — посл. [phrase]дитя не плачет - мать не разумеет[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
блеять
? —
βελάζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
βελάζω
? — блеять
#
(ново)греческий словарь
—
αληθινά
—
κουμπούρας
—
καταδύτης
—
αναντάλλακτος
—
λακώ
—
εξυδάτωσις
—
απόστρατα
—
υπομονετικός
—
εγκληματογραφία
—
ανολοκλήρωτα
—
αγραμματοσύνη
—
κακοπαίρνω
—
δευτέρωμα
—
αλήτισσα
—
χρωματουργείο
—
ερμητισμός
—
βουτυροποιός
—
ζαναέτης
—
βουστασιάρχης
—
βαλτονερουλιάζω
—
γαλήνεψη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве