|
το маска, личина; υπό τό ~ ... — под маской...; αφαιρώ τό ~ από κάποιον — сорвать личину с кого-л. #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово маска? — προσωπείο как на (ново)греческом будет слово личина? — προσωπείο как с (ново)греческого переводится слово προσωπείο? — маска, личина — οπισθοχώρηση — αξιωσύνη — επτάεδρον — τήκω — ανσχαίνω — ξαμολλιέμαι — ακόμη — μωραίνω — ζητιάνικος — προσκόλληση — καπνιά — νωχελής — οινοβάρελλο — χοοχουλίζω — φύλαγμα — αυτονομία — καταβολεύω — καυσιμότητα — όψη — λαιλαπώδης — ξενύχτι |
|||