|
обобщать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обобщать? — καθολικεύω как с (ново)греческого переводится слово καθολικεύω? — обобщать — καλπουζάνος — νομιναλιστικός — αδίκως — άμιλλα — μπλού — εμπαισμα — συμφύομαι — πρόβολος — άπραχτος — αρώτηγος — διερώτησις — πονεντογάρμπης — χάραξ — διεκπεραίωση — ευάερος — λαμπαδηφορία — πρόστεγο — γινόμενο — χωλός — περίθλαση — κουσέλι |
|||