|
никелевый; никелированный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово никелевый? — νικέλινος как на (ново)греческом будет слово никелированный? — νικέλινος как с (ново)греческого переводится слово νικέλινος? — никелевый, никелированный — βοσκάω — μέλος — νέμεση — γυφτόπουλο — θειώδης — κρεατώνω — θάμασμα — πολυομβρία — αντιτριβή — εκπρόθεσμος — άλλαξη — φενακιστής — εξοστείζω — καλογεννημένος — αυτοτραυματίας — διεστραμμένος — ιδεογραφίο — απροεξόφλητος — αποτρεπτικό — χιλιοευχαριστώ — αρχοντικός |
|||